- βροχούλα
- ησιγανή ή μικρής διάρκειας βροχή, ψιχάλα: Έπιασε ψιλή βροχούλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βροχούλα — η ψιλή βροχή … Dictionary of Greek
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
Μητσάκης, Γιώργος — (Κωνσταντινούπολη 1927 – Αθήνα 1993). Λαϊκός τραγουδοποιός. Εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1935, ξεκίνησε να μαθαίνει μπουζούκι και από νεαρή ηλικία εργάστηκε σε λαϊκά πάλκα, αρχικά στη Θεσσαλονίκη και από το 1939 στην Αθήνα. Το πρώτο του τραγούδι… … Dictionary of Greek